ενηχίζω

ενηχίζω
(Μ ἐνηχίζω)
1. γεμίζω κάτι με ήχο, αντηχώ
2. (βυζ. μουσ.) ψάλλω το ενήχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστώτας τού ενηχώ από τους αόριστο και μέλλοντα που συνέπιπταν ακουστικά με τους αντίστοιχους τύπους ρημάτων σε -ίζω (πρβλ. ζωγραφώ > ζωγραφίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”